αυξομειώνομαι

αυξομειώνομαι
αυξομειώνομαι, αυξομειώθηκα βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διακυμαίνομαι — (Α διακυμαίνω) νεοελλ. αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω αρχ. 1. σηκώνω κύματα 2. εξεγείρω …   Dictionary of Greek

  • κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… …   Dictionary of Greek

  • συναυξομειούμαι — όομαι, Α [αὐξομειῶ/ ώνω] αυξάνομαι και ελαττώνομαι, αυξομειώνομαι ταυτόχρονα με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • αυξομειώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μια προσθέτω και μια αφαιρώ· συνηθέστ. το μέσο αυξομειώνομαι ανεβοκατεβαίνω: Η ταχύτητα του αυτοκινήτου καλό είναι να αυξομειώνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακυμαίνω — διακυμάνθηκα 1. προκαλώ αυξομείωση, κυματοειδή κίνηση. 2. αμετβ., διακυμαίνομαι αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω: Η τιμή των μήλων διακυμαίνεται σύμφωνα με την παραγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυμαίνομαι — κυμάνθηκα 1. αμφιταλαντεύομαι, κινούμαι μεταξύ δύο αποφάσεων. 2. αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω: H θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 7 και 17°C …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”